- κιονοκράνων
- κιονόκρανονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
παλμέτα — Πλαστικό και ανάγλυφο κόσμημα αρχιτεκτονικών μελών και κυρίως κιονοκράνων. Ανήκει στην τάξη των φυτόσχημων διακοσμητικών θεμάτων και συνηθίζεται πολύ στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη. Η π. αντιστοιχεί στο ανθέμιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ο όρος… … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σερίφου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Σερίφου στεγάζεται στο ισόγειο του δημαρχείου της Χώρας. Περιλαμβάνει ως επί το πλείστον ευρήματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων: τμήματα αγαλμάτων, οξυπύθμενους αμφορείς, θραύσματα από διακοσμήσεις μαρμάρινων… … Dictionary of Greek